ἡγησίπολις

ἡγησίπολις
ἡγησίπολις
leader of the state
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηγησίπολις — ἡγησίπολις, όλιδος, ὁ (Α) ηγεμόνας, διοικητής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήγησις (< ηγούμαι) + πόλις (πρβλ. ορθό πολις, πρωτό πολις)] …   Dictionary of Greek

  • ἡγησιπόλει — ἡγησίπολις leader of the state fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἡγησιπόλεϊ , ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (epic) ἡγησίπολις leader of the state fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησιπόλιος — ἡγησίπολις leader of the state fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγησίπολιν — ἡγησίπολις leader of the state fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”